-
1 волк
-
2 волк
волкм ὁ λύκος· ◊ морской \волк ὁ θαλασσόλυκος· смотреть волком ἀγριοκυτ-τάζω· как волка ни корми́, он все в лес смотрит погов· ὁ λύκος κἰἄν ἐγέρασε κι· ἄλλαξε τό μαλλί του μηδέ τή γνώμη ἄλλαξε, μηδέ τήν κεφαλή του· \волко́в бояться\волк в лес не ходить посл. μέ κερένια μύτη τί πας στό φούρνο. -
3 волк
-а, γεν. πλθ. -ов λύκος.εκφρ.морской волк – θαλασσόλυκος (πεπειραμένος)•волк в овечьей шкуре – λύκος ντυμένος με προβιά (υποκριτής με πολύ κακιές διαθέσεις)•- ом смотрит – σαν το λύκο κοιτάζει (εχθρικά, αρπαχτικά)•хоть -ом вой – όσο θέλεις ούρλιαξε’ (τίποτε δεν μπορείς να κάνεις, να γλυτώσεις). -
4 волк
зоол. ο λύκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > волк
-
5 волчанка
мед. о λύκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > волчанка
-
6 сумчатые
зоол. τα μαρσιποφόρα (ζώα)-ый волк ο λύκος της Τασμανίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сумчатые
-
7 бирюк
бирюкм1. обл. ὁ μοναχικός λύκος;2. перен ὁ ἀκοινώνητος ἄνθρωπος, ὁ ἀγριάνθρωπος. -
8 волчанка
волчанкаж мед. ἡ φυματιώδης φλόγωση[-ις], ὁ λύκος. -
9 задрать
задратьсов1. см. задирать Г2. (растгрзать, убить) ξεσχίζω, κατασπαράζω:волк задрал овцу́ ὁ λύκος κατασπάραξε τό πρόβατο. -
10 курок
курокм ὁ λύκος, ὁ πετεινός:взводить \курок σηκώνω τόν πετεινό. -
11 матерый
матерыйприл разг1. τρανός, μεγάλος:\матерый волк τρανός λύκος· \матерый дуб μεγάλη βαλανιδιά·2. (опытный) πεπειραμένος, ἔμπειρος·3. (отъявленный) βαμμένος, ἀσπονδος:\матерый враг ἄσπονδος ἐχθρός. -
12 овечий
овеч||ийприл προβάτινος, προβατήσιος, πρόβιος:\овечийья шерсть τό μαλλί τοῦ προβάτου· \овечий сыр τό προβατήσιο τυρί· \овечийье молоко́ τό πρόβιο γάλά ◊ волк в \овечийьей шку́ре λύκος μέ προβιά ἀρνιοῦ. -
13 волк
[βόλκ] ουσ. α. λύκος -
14 волк
[βόλκ] ουσ α λύκος -
15 бирюк
а α.1. (διαλκ.)απομονωμένος λύκος, μονόλυκος.2. μτφ. άνθρωπος μονήρης, απομονωμένος, ακοινώνητος.εκφρ.-ом смотреть ή сидеть – κοιτάζω, κάθομαι σαν το μονόλυκο (σκυθρωπός και μόνος). -
16 волк-машина
-ы θ. (τεχ.) λύκος, μηχανή ύφανσης. -
17 волчанка
-и θ.λύκος (φυματιώδης φλεγμονή του δέρματος). -
18 волчец
-чца α. λύκος, οροβάγχη (παράσιτο των φυτών). -
19 впить
вопью, вопьёшь, παρλθ. χρ. впил, -ла, -ло, προστκ. впей ρ.σ.βλ. впивать.1. κολλώ, προσκολλιέμαι (για ρούφηγμα)•пиявка -лась в ногу η βδέλλα κόλλησε στο πόδι•
клещ -лся το τσιμπούρι κόλλησε.
|| ροφώ, ρουφώ (με τα χείλη, το στόμα). || γαντζώνομαι•волк -лся в шею лошади ο λύκος έπιασε το άλογο από το λαιμό.
2. μπήγομαι, μπαίνω•в палец мне впилась иголка στο δάχτυλο μου μπήκε το βελόνι.
|| προσέχω πολύ, απορροφιέμαι• καρφώνω τα μάτια.3. (απλ.) συνηθίζω. -
20 вырезать(ся)
вы/ резать(ся) 1-ежу, -ежешь, προστκ. вырежи, κ. вырежь, ρ.σ.μ.1. κόβω, αποκόπτω, εκκόπτω, εκ-τέμνω, αφαιρώ, βγάζω•вырезать(ся) опухоль αφαιρώ τον όγκο•
вырезать(ся) картинки из книги κόβω τις εικόνες από το βιβλίο.
2. σκαλίζω, χαράσσω•вырезать(ся) свое имя на кольце χαράσσω το όνομα μου στο δαχτυλίδι.
3. ξεχωρίζω, δίνω•беднякам -ли лучшие земли στη φτωχολογιά έδωσαν τα καλύτερα χωράφια.
|| σφάζω, κατασφάζω•бандиты -ли все население деревни οι ληστές έσφαξαν όλους τους κατοίκους του χωριού•
1. κόβομαι, αποκόπτομαι.2. μτφ. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, φαίνομαι ζωηρά.выреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. вырезать(ся).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λύκος — wolf masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκος — wolf masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
λύκος — ο θηλ. αινα και ισσα 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο: Οι λύκοι επιτέθηκαν στο κοπάδι με τα πρόβατα. 2. φυματίωση του δέρματος (λούπος): Ερυθηματώδης λύκος. 3. φρ., «Πεινούσε σαν λύκος», πεινούσε υπερβολικά· «Έπεσα στο στόμα του λύκου», κινδύνεψα πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λύκος ἐν αἰτίᾳ γίνεται κἂν φέρῃ κἂν μὴ φέρῃ. — См. Ел ли, не ел, а за обед почтут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λύκος καὶ ποιμήν. — См. Козла пустить в огород … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ λύκος τὴν τρίχα, οὐ τὴν γνώμην ἀλάττει. — См. Волк и каждый год линяет, а все сер бывает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον. — См. Рыбак рыбака видит издалека … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ερυθηματώδης συστηματικός λύκος — Πάθηση του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία προσβάλλει άλλα συστήματα του οργανισμού. Στο αίμα του πάσχοντος ανιχνεύονται αντισώματα εναντίον του ίδιου του σώματος (αυτοάνοση). Πέρα από τα γενικά συμπτώματα πυρετού, κόπωσης και απώλειας βάρους … Dictionary of Greek
Λύκις ή Λύκος — (5ος 4ος αι. π.Χ.) Ποιητής της Αττικής κωμωδίας. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύεται στους Βατράχους του και το λεξικό της Σούδας τον χαρακτηρίζει «υπόψυχρο», μαζί με τους Φρύνιχο και Αμείψιο. Κανένα έργο του δεν έχει σωθεί … Dictionary of Greek
λύκω — λύκος wolf masc nom/voc/acc dual λύκος wolf masc gen sg (doric aeolic) λυκόω tear like a wolf pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) λυκόω tear like a wolf imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)